υποδηματοπώλης

υποδηματοπώλης
ο
1) хозяин обувного магазина; 2) продавец обуви

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υποδηματοπώλης" в других словарях:

  • υποδηματοπώλης — ο / ὑποδηματοπώλης, ΝΑ πωλητής υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδημα, υποδήματος + πώλης*] …   Dictionary of Greek

  • υποδηματοπώλης — ο ο πωλητής έτοιμων υποδημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • υποδηματοπωλείο — το, Ν κατάστημα πώλησης έτοιμων υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποδηματοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποδηματοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»